Ἄτλαντες — Ἄτλας Atlas masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТЛАНТЫ — • Atlantes, Άτλαντες, самый отдаленный из известных Геродоту народов Африки (4, 184) у подножия горы Атланта. Т. к. в тех местностях не бывает дождей, то они строят себе хижины из соляных глыб … Реальный словарь классических древностей
βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… … Dictionary of Greek
Πλαντέν, Κριστόφ — (Plantin, Σεντ Αβερτέν, Τουρ 1520 – Αμβέρσα 1589). Φλαμανδός τυπογράφος γαλλικής καταγωγής. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως βιβλιοδέτης και συνέχισε τη δραστηριότητά του αυτή και μετά την άφιξή του στην Αμβέρσα, το 1549. Από το 1555, οπότε άρχισε… … Dictionary of Greek